λάλημα

λάλημα
το (AM λάλημα) [λαλώ]
ομιλία, λόγος, φλυαρία
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα»)
2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου
3. στον πληθ. τα λαλήματα
τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή ορχήστρα
αρχ.
1. κατηγορία εναντίον κάποιου, καταλαλιά («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)
2. ύφος λόγου
3. συνεκδ. ο φλύαρος, ο φαφλατάς («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λάλημα — talk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάλημα — το ατος,φωνή, κελάδημα, ήχος μουσικού οργάνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαλημάτων — λάλημα talk neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήμασι — λάλημα talk neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήματα — λάλημα talk neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήματι — λάλημα talk neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήματος — λάλημα talk neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου …   Dictionary of Greek

  • έπασμα — ἔπασμα, το και ἐπασμός, ο (AM) μσν. 1. το λάλημα, το κελάηδημα τών πουλιών 2. άσμα αρχ. επωδή, μαγικό άσμα, μαγγανεία, ξεμάτιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσμα «τραγούδι»] …   Dictionary of Greek

  • αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”